- οπάλ(λ)ι(ον)
- το опал
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οπάλι — και οπάλ(λ)ιο, το (Α ὀπάλλιον) ο οπάλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού ὀπάλλιος, με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek